- βρίκιον
- το мор. бриг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρίκιον — και μπρίκι, το τύπος ιστιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) brig «πλοιάριο». Η απόδοση με β οφείλεται σε υπερδιόρθωση ή «υπεραστισμό» (huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως πρβλ. βόμβα αντί μπόμπα, μοδέλο αντί μοντέλο… … Dictionary of Greek
Арес (бриг) — У этого термина существуют и другие значения, см. Арес (значения). «Арес» Άρης … Википедия